Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης
Στο μάτι του κυκλώνα: έτσι αντιλαμβάνεται τη θέση της η Σαουδική Αραβία, περικυκλωμένη από απειλές στα σύνορά της, είτε πρόκειται για την Υεμένη είτε για το Ιράκ. Την ενίσχυση του Ιράν τη θεωρεί θανάσιμο κίνδυνο. Τι να κάνει, όμως, όταν διαφαίνεται, μάλιστα, το περίγραμμα μιας συμφωνίας για τα πυρηνικά μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, η οποία θα μπορούσε να τερματίσει την απομόνωση της σιιτικής Ισλαμικής Δημοκρατίας;
Του ειδικού απεσταλμένου μας Alain Gresh*
“Ανέκαθεν, το Ιράν αναμιγνύεται στις υποθέσεις της Σαουδικής Αραβίας. Το 2003, το πράσινο φως για τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα ενάντια στο βασίλειο1 δόθηκε από την Τεχεράνη“. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ριάντ, ο συνομιλητής μας μοιάζει σίγουρος για τη θεωρία του. Παραμένει αμετακίνητος απέναντι στο ιδιαίτερα απίθανο ενδεχόμενο μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ ενός σιιτικού καθεστώτος και μιας σουνιτικής οργάνωσης που δεν κρύβει το μίσος της για τους “αιρετικούς”. Και δεν είναι ο μόνος που υπερασπίζεται αυτές τις θεωρίες. Στην εφημερίδα Asharq Al-Awsat (12 Φεβρουαρίου), ιδιοκτησία της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας, ο έγκυρος αρθρογράφος Ταρίκ Αλ-Χομέιντ καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναγνωρίσουν ότι το Ιράν αποτελεί τον βασικό προστάτη της οργάνωσης που ίδρυσε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Είναι, άραγε, ένα όλο και πιο ισχυρό αίσθημα περικύκλωσης που εξηγεί αυτές τις παράξενες εκτιμήσεις αρκετών αξιωματούχων της Σαουδικής Αραβίας; “Σε όλα μας τα σύνορα, η αστάθεια μεγαλώνει. Και, πίσω της, βλέπουμε τον δάκτυλο του Ιράν“, συνεχίζει ο καθηγητής. Αστάθεια στο Ιράκ, κατ’ αρχάς: οι επαφές μεταξύ του Ριάντ και της κυβέρνησης του Νούρι Αλ-Μαλίκι έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Στο Μπαχρέιν, έπειτα, όπου η εξέγερση, που ακολούθησε τα βήματα της “άνοιξης” σε Τυνησία και Αίγυπτο, ταυτίστηκε με μια απόπειρα αποσταθεροποίησης από την πλευρά της Τεχεράνης, πριν καταπνιγεί με τη βοήθεια των σαουδαραβικών στρατευμάτων, τον Μάρτιο του 2011. Στην Υεμένη, τέλος, όπου μια τοπική αντικαθεστωτική κίνηση (που ονομάστηκε “χουτιστική”, από το επώνυμο του ηγέτη της, του Χουσέιν Μπαντρεντίν Αλ-Χούτι), με κυρίως εσωτερικές αιτίες, αποδόθηκε σε σκοτεινές μεθοδεύσεις των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν.2
Αλλά και στα μέτωπα της Συρίας και του Λιβάνου συναντά κανείς τους δύο άξονες που κυριαρχούν στην περιοχή: η Τεχεράνη ηγείται του πρώτου άξονα, που τη συνδέει με τη Συρία και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ, ενώ το Ριάντ είναι επικεφαλής του δεύτερου άξονα, με συμμάχους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, καθώς και το Κίνημα της 14ης Μαρτίου, του Λιβανέζου πρώην πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι.
Οι ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας εντάθηκαν με τις ρωγμές που παρουσιάστηκαν στο εσωτερικό του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council-GCC).3 Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2013, το Ομάν αντιτάχθηκε σθεναρά στο σχέδιο της Σαουδικής Αραβίας για μια ένωση των χωρών του Κόλπου.4 Έτσι, το εγχείρημα ενός ενοποιημένου επιτελείου, το οποίο θα επέτρεπε τη συνένωση των στρατιωτικών δυνάμεων των έξι χωρών, παραμένει μετέωρο. Επιπλέον, με εξαίρεση το Ριάντ και τη Μανάμα (Μπαχρέιν), τα μέλη του GCC αντέδρασαν θετικά στην ενδιάμεση συμφωνία για τα πυρηνικά μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, τον Νοέμβριο του 2013, και έκαναν δεκτό τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών. Όσο για το Κουβέιτ, αρνείται, προς το παρόν, να υπογράψει το σύμφωνο του GCC για την εσωτερική ασφάλεια, το οποίο επιθυμεί το Ριάντ, καθώς το συγκεκριμένο κείμενο καταργεί διάφορες εγγυήσεις για τις πολιτικές ελευθερίες -ιδιαίτερα για την ελευθερία της έκφρασης- οι οποίες περιέχονται στο Σύνταγμά του.5
Μέσα σε αυτό το ήδη αβέβαιο κλίμα, η Σαουδική Αραβία, μαζί με δύο εταίρους της στο GCC, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, ανακοίνωσε, στις 5 Μαρτίου 2014, την ανάκληση του πρεσβευτή της στο Κατάρ.6 Είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο σαουδαραβικό βασίλειο και το μικρό γειτονικό εμιράτο, παρ’ ότι και τα δύο ουαχαμπιτικά, σπάνια ήταν ήρεμες. Μάλιστα, το 1992, μια συνοριακή διένεξη προκάλεσε και ένοπλες αψιμαχίες. Η ανατροπή τού εμίρη από τον γιο του, τον Χαμάντ Μπεν Καλίφα Αλ-Τανί, το 1995, όξυνε τις εντάσεις. Το 2002, το Ριάντ είχε ήδη ανακαλέσει τον πρεσβευτή του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για εκπομπή του τηλεοπτικού δικτύου του Κατάρ, Αλ-Τζαζίρα, με θέμα τον ιδρυτή της Σαουδικής Αραβίας, τον βασιλιά Ιμπν Σαούντ. Ο πρεσβευτής δεν επέστρεψε στη θέση του παρά το 2008, αφού το εμιράτο υποσχέθηκε να μετριάσει τους επικριτικούς τόνους του δορυφορικού καναλιού.
Παρά την κοινή εμπλοκή τους για να βοηθήσουν, και στρατιωτικά, την αντιπολίτευση στο καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ και να επιταχύνουν την ανατροπή του, η “αραβική άνοιξη” διεύρυνε το χάσμα μεταξύ Ντόχα (Κατάρ) και Ριάντ. Το Κατάρ μετατράπηκε σε υπέρμαχο των μετασχηματισμών και στήριξε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, για να δρέψει τους καρπούς της στάσης του. Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, έχοντας ήδη τραυματιστεί από την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και με τον φόβο αποσταθεροποίησης της περιοχής, χαρακτηρίζει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους “τρομοκρατική οργάνωση“.
Αφού υπήρξε για πολύ καιρό σύμμαχος της Σαουδικής Αραβίας, η αδελφότητα διαδραματίζει, από τη δεκαετία του 1990, ενεργό ρόλο στην αμφισβήτηση στο εσωτερικό του βασιλείου.7 Αποτελεί πλέον τον κύριο στόχο της απηνούς καταστολής, η οποία πλήττει, επίσης, και ορισμένους φιλελεύθερους διανοούμενους, όπως ο Μοχάμεντ Αλ-Καχτανί και ο Αμπντάλα Αλ-Χάμεντ, που έχουν καταδικαστεί σε βαριές ποινές φυλάκισης. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο σαουδαραβικός Τύπος δημοσιεύει βασιλικό διάταγμα που τιμωρεί με 3 έως 20 χρόνια φυλάκιση κάθε “ένταξη σε θρησκευτικά ή πνευματικά ρεύματα, σε ομάδες ή μορφώματα που έχουν οριστεί ως τρομοκρατικά σε εθνικό, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο, οποιουδήποτε είδους υποστήριξη στην ιδεολογία ή στους στόχους τους, οποιαδήποτε έκφραση συμπάθειας απέναντί τους“. Η “τρομοκρατία”, διευκρινίζεται, περιλαμβάνει τον αθεϊσμό και οποιαδήποτε αμφισβήτηση των θεμελιωδών αρχών της μουσουλμανικής θρησκείας.
Μολονότι τα διατάγματα αυτά έχουν κύριο στόχο τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, επιδιώκουν, επίσης, να παροτρύνουν τους Σαουδάραβες που πολεμούν κατά του καθεστώτος Αλ-Άσαντ να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι 1.400. Πιο αξιόπιστες, αλλά μη επαληθεύσιμες πληροφορίες, κάνουν λόγο για 5.000-7.000 μαχητές. Γιατί, λοιπόν, η ανησυχία, τη στιγμή που τα μέσα ενημέρωσης στη Σαουδική Αραβία μαίνονται κατά του Σύρου ηγέτη; Επειδή η επιστροφή χιλιάδων μαχητών από το Αφγανιστάν, τη δεκαετία του 1980, στοιχειώνει ακόμη τις μνήμες. Όπως εξηγεί ένας διπλωμάτης από την περιοχή του Κόλπου, “στην πολιτική του βασιλείου απέναντι στη Συρία ενσωματώνονται όλο και περισσότερο οι ‘αντιτρομοκρατικές’ επιταγές. Το υπουργείο Εσωτερικών είναι ιδιαίτερα ανήσυχο“.8 Έτσι, το Ριάντ ζήτησε δημόσια από την πρεσβεία του στην Άγκυρα να λάβει όλα τα μέτρα για τον επαναπατρισμό των υπηκόων του που περνούν στην Τουρκία και τον Λίβανο.
Πάντα στο τιμόνι, παρά τα ενενήντα του χρόνια, ο βασιλιάς Αμπντάλα συνεχίζει να καθορίζει τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής τού βασιλείου. Αλλά η εφαρμογή τους στη Συρία ανατέθηκε σε δύο ανθρώπους με αντίθετες επιδιώξεις. Ο πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπεν Ναγιέφ, υπουργός Εσωτερικών, ο άνθρωπος που είχε συντρίψει την ισλαμική εξέγερση του 2003, συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”. Ο πρίγκιπας Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών από τον Ιούλιο του 2012, επεδίωξε, από την πλευρά του, την αποτελεσματικότητα στον πόλεμο κατά του Αλ-Άσαντ, παρέχοντας υποστήριξη ακόμα και σε σαλαφιστικές ομάδες του Ισλαμικού Μετώπου. Η έλλειψη επαγρύπνησης όσον αφορά τους τελικούς παραλήπτες των όπλων φέρεται να προκάλεσε την ανησυχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάτι που αναμφίβολα εξηγεί την “παραίτησή” του, η οποία ήρθε, στις 15 Απριλίου, να επιβεβαιώσει την ενίσχυση του πολιτικού προϊσταμένου της αστυνομίας σε σχέση με τον ομόλογό του των μυστικών υπηρεσιών.
Η υποστήριξη προς τους Σύρους αντάρτες έχει τη συναίνεση της σαουδαραβικής κοινής γνώμης (με εξαίρεση τη σιιτική μειονότητα). Αντίθετα, η υποστήριξη της ανατροπής του Αιγύπτιου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, τον Ιούλιο του 2013, υπήρξε πολύ πιο αμφιλεγόμενη. “Για πρώτη φορά, ακούμε επικρίσεις“, μας εκμυστηρεύεται έγκυρος δημοσιογράφος, με την προϋπόθεση της ανωνυμίας. “Γιατί υποστηρίζουμε την ανατροπή ενός προέδρου που επικαλείται το ισλάμ; Γιατί ξοδεύουμε δισεκατομμύρια δολάρια στην Αίγυπτο, την ώρα που τα προβλήματα στέγασης ή φτώχειας είναι τόσο σοβαρά;”. Η δυσαρέσκεια αυτή, που κάποτε ήταν βουβή, εκφράζεται πια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία οι αρχές προσπαθούν να ελέγξουν, χωρίς μεγάλη επιτυχία. “Σε έναν αραβικό κόσμο όπου οι παραδοσιακές δυνάμεις, όπως το Ιράκ, η Συρία ή η Αίγυπτος, σβήνουν απορροφημένες από τα εσωτερικά τους προβλήματα, ολοένα περισσότερες δυνάμεις στρέφονται προς εμάς. Και εμείς δεν είμαστε σε θέση να τους απαντήσουμε. Είμαστε ανήμποροι να διευθετήσουμε την κρίση στο Ιράκ ή στο Μπαχρέιν, για να μη μιλήσουμε για τη Συρία“, συνεχίζει ο συνομιλητής μας.
Η τροποποίηση της αμερικανικής πολιτικής αύξησε σημαντικά την ανασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας. Η άρνηση του προέδρου Μπάρακ Ομπάμα να βομβαρδίσει τη Συρία, το προηγούμενο καλοκαίρι, και η συμφωνία για την καταστροφή των χημικών όπλων της Δαμασκού προκάλεσαν μια κίνηση χωρίς προηγούμενο: το βασίλειο, αφού αγωνίστηκε για χρόνια να εκλεγεί μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και ενώ η υποψηφιότητά του είχε μπει στο τελικό στάδιο έγκρισης, παραιτήθηκε από τη διαδικασία. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο πρίγκιπας Σαούντ Αλ-Φαϊσάλ, αποφάσισε να μην εκφωνήσει λόγο ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απραξία του οργανισμού απέναντι στο συριακό δράμα.
Στη συνέχεια, η αποκάλυψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης στο Ομάν και, λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 2013, η ανακοίνωση της ενδιάμεσης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ξύπνησαν ένα παλιό φάντασμα που στοιχειώνει το Ριάντ: τον φόβο μιας ιρανο-αμερικανικής συμφωνίας σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. “Η σκέψη ότι τα συμφέροντά μας μπορούν να παραμεριστούν από το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες μάς προκαλεί ανησυχία“, μας είχε εξομολογηθεί το 2010 ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ, πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. “Θα βρισκόμασταν τότε στριμωγμένοι ανάμεσα σε ένα Ιράν με πυρηνικά και ένα Ισραήλ με πυρηνικά“. Και προσέθετε, χαμογελώντας: “Ευχαριστούμε τον Θεό για τον [Μαχμούντ] Αχμαντινετζάντ…”. Πράγματι, η προσωπικότητα του πρώην προέδρου του Ιράν καθιστούσε απίθανο ένα τέτοιο ενδεχόμενο.9 Τώρα πια, όμως, από τον Ιούνιο του 2013, ο Χασάν Ροχανί τον έχει διαδεχθεί και η υπόθεση μιας παρόμοιας μεταστροφής μοιάζει σοβαρή. Το περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ανησυχεί το Ριάντ λιγότερο από τη συμφωνία αυτή καθεαυτή και από τον τερματισμό της διεθνούς απομόνωσης της Τεχεράνης.
Οι σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Σαουδικής Αραβίας έχουν γνωρίσει πολλές διακυμάνσεις. Όπως σε έναν γάμο, η πιο αδύναμη πλευρά φοβάται μήπως εγκαταλειφθεί. Όμως, η συμμαχία αυτή παραμένει στρατηγική, καθώς ανταποκρίνεται στα θεμελιώδη συμφέροντα των δύο εταίρων. Το βασίλειο έχει ανάγκη τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη στρατιωτική ασφάλειά του, όπως απέδειξαν ο πόλεμος του Κουβέιτ, το 1990-1991, ή οι κάκιστες επιδόσεις του στρατού του κατά της χουτιστικής εξέγερσης στην Υεμένη, τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 2009. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον έχει ιδιαίτερη ανάγκη τη Σαουδική Αραβία, γιατί το βασίλειο χρηματοδοτεί την αμερικανική πολεμική βιομηχανία με μαζικές (και, συνήθως, άχρηστες) αγορές και γιατί διασφαλίζει τη σταθερότητα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου.
Η επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα, στις 28 Μαρτίου 2014, είχε στόχο να υπενθυμίσει αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και να καθησυχάσει τους Σαουδάραβες συνομιλητές του. Με τι επιτυχία; Όπως παραδεχόταν Σαουδάραβας σχολιαστής, ο οποίος έδινε συνέντευξη στο Αλ-Τζαζίρα εκείνη την ημέρα, προτεραιότητα του Ομπάμα είναι η συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, τη στιγμή που η Σαουδική Αραβία επιθυμεί, πριν απ’ όλα, να τερματιστεί η ιρανική ανάμιξη στην περιοχή. Η βασιλική οικογένεια θα πρέπει να προσαρμοστεί.
“Κανείς δεν μπορεί να μας πείσει ότι το Ιράν είναι μια ειρηνική χώρα“, γράφει Σαουδάραβας αναλυτής, ο οποίος προσθέτει: “Η ασφάλειά μας έχει προτεραιότητα και κανείς δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση το δικαίωμά μας να την υπερασπιστούμε“.10 Ωστόσο, τι περιθώρια ελιγμών διαθέτει το βασίλειο; Μπορεί να διαφοροποιηθεί από την Ουάσιγκτον και να καταπνίξει τις διαδηλώσεις στο Μπαχρέιν ή να υποστηρίξει μαζικά το στρατιωτικό καθεστώς στην Αίγυπτο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, εξακολουθούν να μην επιτρέπουν τον εφοδιασμό της συριακής αντιπολίτευσης με αντιαεροπορικά όπλα και το βασίλειο δεν τόλμησε να παρακούσει. Όσο για τις “αντικειμενικές” συγκλίσεις Ριάντ και Τελ Αβίβ απέναντι στην Τεχεράνη, δύσκολα μπορούν να μετατραπούν σε πολιτική συνεννόηση, ακόμη κι αν ο Τύπος έχει προβάλει, κατά καιρούς, “τυχαίες” συναντήσεις μεταξύ εκπροσώπων των δύο χωρών.11
Η αδυναμία της Σαουδικής Αραβίας οφείλεται, επίσης, σε έναν δομικό παράγοντα που αναφέρεται σπάνια. Το βασίλειο έχει θεμελιώσει τη νομιμοποίησή του σε μια καθαρά θρησκευτική ρητορική, συντηρητική και, σε μεγάλο βαθμό, απολιτική. Ο ουαχαμπισμός και ο σαλαφισμός κηρύσσουν την υποταγή στον κυρίαρχο και, παρόλο που γνωρίζουν πώς να ξεριζώνουν τις θρησκευτικές αιρέσεις, δεν είναι καθόλου κατάλληλοι για την καταπολέμηση των πολιτικών “αιρέσεων”. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν αντιτασσόταν στον Αιγύπτιο πρόεδρο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ και στον αραβικό εθνικισμό, το βασίλειο προσέτρεξε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι το τροφοδότησαν με τα στελέχη και την πολιτική θεματολογία της μάχης απέναντι στον Αιγύπτιο πρόεδρο. Τώρα, όμως, που έχει εμπλακεί στην καταστολή της αδελφότητας, το βασίλειο βρίσκεται αρκετά εκτεθειμένο ιδεολογικά: η σαλαφιστική προπαγάνδα των δορυφορικών καναλιών διστάζει μεταξύ του απολιτικού συντηρητισμού, της αντισιιτικής ρητορικής και των καθαρά θρησκευτικών επικλήσεων, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στις πραγματικότητες της περιοχής.
Ακόμη και η ιδέα σύμπηξης ενός “σουνιτικού μετώπου” απέναντι στην “σιιτική και περσική απειλή” δεν αντέχει σε σοβαρή ανάλυση. Η, επίσης σουνιτική, Τουρκία καταγγέλλει συστηματικά την έλλειψη νομιμοποίησης του αιγυπτιακού καθεστώτος. Και χώρες όπως το Μαρόκο, η Ιορδανία ή το Κουβέιτ αρνούνται να θέσουν εκτός νόμου τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι αποτελούν σημαντική συνιστώσα του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού.
Βέβαια, οι σχέσεις με το Κατάρ θα μπορούσαν να επανέλθουν σε μια επιφανειακή ομαλότητα -τελικά, οι χώρες του GCC κατέληξαν σε συμφωνία, στις 17 Απριλίου. Θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ριζικής μεταστροφής από την πλευρά του νέου εμίρη του Κατάρ, του Ταμίμ Μπεν Χαμάντ Αλ-Τανί, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στις 25 Ιουνίου του 2013. Με τη διαδοχή αυτή, ένας άνδρας μόλις 33 ετών παραλαμβάνει τα ηνία από έναν άλλον μόλις 60 ετών, ο οποίος εγκαταλείπει οικειοθελώς την εξουσία: το γεγονός θα πρέπει να ηχεί ως προσβολή απέναντι σε μια σαουδαραβική μοναρχία όπου κυριαρχεί η γεροντοκρατία. Ενδεχόμενη μικρή παρηγοριά για το Ριάντ; Ίσως να υπάρξει αλλαγή γραμμής στο Αλ-Τζαζίρα, καθώς η πλήρης ευθυγράμμισή του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους προκαλεί επικρίσεις ακόμη και στα ηγετικά κλιμάκια του εμιράτου.
Η Τεχεράνη, αντίθετα, ξεδιπλώνει μια ενεργό διεθνή στρατηγική, οικοδομεί συμμαχίες τόσο με αριστερές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική -από τη Βενεζουέλα μέχρι τη Βραζιλία- όσο και με το “κοσμικό” Λαϊκό Μέτωπο Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης, στέλνει τον χαρισματικό υπουργό Εξωτερικών του στο Άμπου Ντάμπι ή στη Μασκάτ (Ομάν). “Το πρόβλημα δεν είναι το Ιράν“, δηλώνει με λύπη ένας Σαουδάραβας διανοούμενος, κατά τα άλλα πεπεισμένος για την απειλή που αντιπροσωπεύει η σιιτική χώρα για την περιοχή. “Η Τεχεράνη έχει μια πολιτική, διπλωματική και περιφερειακή στρατηγική, πράγμα φυσιολογικό. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν είμαστε σε θέση να χαράξουμε τη δική μας στρατηγική και να τη θέσουμε σε εφαρμογή“.
* Ο Alain Gresh είναι δημοσιογράφος και μέλος του διευθυντηρίου της Le Monde diplomatique.
1 Από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά, η Αλ-Κάιντα έπληξε το βασίλειο με μια σειρά επιθέσεις, ιδιαίτερα στο Ριάντ. Βλ. Stéphane Lacroix, “Les Islamistes saoudiens. Une insurrection manquée”, Presses universitaires de France (PUF), Παρίσι, 2011.
2 Βλ. Pierre Bernin, “Les guerres cachées de Yémen”, Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2009.
3 Στο GCC συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Ομάν και το Κατάρ.
4 Βλ. Marc Cher-Leparrain, “La fronde d’Oman contre l’Arabie saoudite”, OrientXXI, 22 Ιανουαρίου 2014, www.orientxxi.info.
5 Yazan Al-Saadi, “GCC security pact: Kuwait holding back”, Al-Akhbar English, Βηρυττός, 1η Μαρτίου 2014.
6 Βλ., “Grave crise entre les émirats du Golfe”, Nouvelles d’ Orient, 7 Μαρτίου 2014, http://blog.mondediplo.net και Olivier da Lage, “L’ Arabie saoudite alliée objective du Qatar?”, OrientXXI, 17 Μαρτίου 2014.
7 Βλ. “Les islamistes à l’ épreuve du pouvoir”, Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2012.
8 Αναφέρεται στο “Islamist threat at home forces Saudi rethink on Syria”, Arab Times, Ριάντ, 12 Φεβρουαρίου 2014.
9 Βλ. “Pékin et Riyad rouvrent la route de la soie”, Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 2011.
10Al-Riyad, 29 Μαρτίου 2014.
11 Βλ. τις εξηγήσεις του πρίγκιπα Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ για τις συναντήσεις αυτές στην Al-Riyad, 13 Φεβρουαρίου 2014.